κλανίσκιον

κλανίσκιον
κλᾰνίσκιον,
A = χλανίσκιον, Jahresh.16 Beibl.53 (Athens, iv B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλανίσκιον — κλανίσκιον, τὸ (Α) επιγρ. χλανίσκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίσκιον, με απώλεια τής δασύτητας, πιθ. κατ επίδραση τού κλανίον] …   Dictionary of Greek

  • χλανιδίσκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίς, κλανίσκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς, ίδος«είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ίσκ ιον (< υποκορ. κατάλ. ίσκος), πρβλ. καλαθ ίσκ ιον, τροχ ίσκ ιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”